- δολομήτης
- δολομήτης, ο και δολόμητις, ο, η (Α)1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πανούργα, πονηρή σκέψη, δολερός2. φρ. «δολόμητις ἀπάτα» — δόλια απάτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δολομήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολομῆτα — δολομήτης masc voc sg δολομήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολομήτιδες — δολομήτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολομήτου — δολομήτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολόμητι — δολομήτης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολόμητιν — δολομήτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολόμητις — δολομήτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολομήτεω — δολομήτεω̆ , δολομήτης masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)